Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλιφίζω — [γαλίφης] γαλιφεύω* … Dictionary of Greek
γαλιφίζω — καλοπιάνω, κολακεύω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)